- βιαιοπραγώ
- -ησα, χρησιμοποιώ βία, επιτίθεμαι άδικα: Κλείστηκε στη φυλακή γιατί βιαιοπράγησε επάνω στα ίδια τα παιδιά του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βιαιοπραγώ — βιαιοπραγώ, βιαιοπράγησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βιαιοπραγώ — ( έω) 1. χρησιμοποιώ βία 2. επιτίθεμαι άδικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιαιοπραγία. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
χειρουργώ — χειρουργῶ, έω, ΝΜΑ [χειρουργός] εκτελώ εγχείρηση, κάνω χειρουργική επέμβαση αρχ. 1. προσφέρω υπηρεσία με τα χέρια μου («διακονήσασα και χειρουργήσασα...», Αντιφ.) 2. χειροδικώ, βιαιοπραγώ («νεανίσκοι, οἷς ἐχρῶντο εἴ τί που δέοι χειρουργεῑν», Θουκ … Dictionary of Greek